εφέτειος

εφέτειος
ἐφέτειος, -ον (Α)
πάπ.
1. αυτός που γίνεται μέσα στο τρέχον έτος
2. (για ζώα) αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, ο χρονιάρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφέτος + κατάλ. -ειος, κατά τα έτειος, επέτειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”